υποπεριοστικός

υποπεριοστικός
-ή, -ό, Ν
ιατρ. αυτός που συντελείται ή εκτελείται κάτω από το περιόστεο (α. «υποπεριοστικό αιμάτωμα» β. «υποπεριοστικό κάταγμα» γ. «υποπεριοστική πλευρεκτομή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + περιόστεο + κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χλώρωμα — το, Ν ιατρ. σπάνιος, πολύ κακοήθης, πολλαπλός υποπεριοστικός όγκος τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chloroma < χλωρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”